- βάρβαρος
- Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.
1. Ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 6 Μαΐου.
2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό, πιθανώς μαζί με τους Αλέξανδρο, Ακόλουθο και Μάξιμο. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου.
3. Ο όσιος ο μυροβλήτης. Κατά τον Λαυρεωτικό Κώδικα, πριν γίνει χριστιανός, ήταν ληστής. Η μνήμη του τιμάται στις 15 Μαΐου.
* * *-η, -ο (AM βάρβαρος, -ον)1. αλλοεθνής, αλλόγλωσσος, μη Έλληνας2. άξεστος, απολίτιστος3. σκληρός, απάνθρωποςμσν.- νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο βάρβαρος ή οι βάρβαροι1. άνθρωποι απολίτιστοι2. οι Τούρκοιαρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ βάρβαροςοι χώρες των βαρβάρων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λέξη που χαρακτηρίζεται από αναδιπλασιασμό της συλλαβής βαρ-. Ταυτίζεται με το αρχ. ινδ. barbara-»ψελλίζω, τραυλίζω» και συνδέεται με σουμερ. barbar «ξένος», σημιτ.-βαβυλ. barbaru «ξένος». Το λατ. barbarus, από το οποίο προήλθαν οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοι τύποι (πρβλ. αγγλ. barbarian, γαλλ. barbare, γερμ. Barbar), είναι δάνειο από την Ελληνική.ΠΑΡ. βαρβαρίζω, Βαρβαρικός, βαρβαρώνομαι (-ούμαι)αρχ.-μσν.βαρβαρίαμσν.βαρβαρώδης- μσν.-νεοελλ. βαρβαρότης (-τα).ΣΥΝΘ. αρχ. βαρβαροστομίααρχ.-μσν.βαρβαρόθυμος, βαρβαρόφρων, βαρβαρόφωνοςμσν.βαρβαρόγλωσσος, βαρβαρότροπος, βαρβαρόφυλος].
Dictionary of Greek. 2013.